- Άραψ
- οβλ. Άραβας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Árabe — (Del ár. arb.) ► adjetivo 1 Que es de Arabia o de cualquier país o comunidad islámica del norte de África o Próximo oriente y Oriente medio. TAMBIÉN arábigo ► sustantivo masculino femenino 2 Persona natural de Arabia o de cualquiera de esos… … Enciclopedia Universal
Άραβας — ο (AM Ἄραψ, αβος) αυτός που κατάγεται από την Αραβία ή ανήκει στο αραβικό έθνος αρχ. μσν. εκείνος που ανήκει στη μαύρη φυλή 2. ως ουσ. ο αραβικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. Arab] … Dictionary of Greek
αράπης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τα Ψαρά. Πήρε μέρος στην πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στην Ερεσσό. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Γρανίτσα της Δωρίδας. Πολέμησε στο Δίστομο, στην Άμπλιανη, στο Κρεμμύδι και στο… … Dictionary of Greek
αραβίδα — (arabis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, ιθαγενών των αρκτικών και εύκρατων περιοχών κυρίως του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για χνουδωτά φυτά με φύλλα ακέραια και άνθη λευκά, ροζ, μοβ ή γαλάζια.… … Dictionary of Greek
αραβοκρατία — η 1. η κυριαρχία των Αράβων σε κάποια χώρα ή η περίοδος της κυριαρχίας τους 2. η επικράτηση του αραβικού πολιτισμού σε κάποια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + κρατία < κρατής < κράτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Κωνστ. Σάθα] … Dictionary of Greek
αραβοκρατούμαι — ( έομαι) είμαι υπό την κυριαρχία των Αράβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + κρατούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Διονύσιο Θερειανό («αραβοκρατουμένη Ισπανία»)] … Dictionary of Greek
αραβολόγος — ο αυτός που επιδίδεται στην μελέτη του πολιτισμού και της γλώσσας των Αράβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + λογος < λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γεώργιο Πανταζίδη] … Dictionary of Greek
αραβομαθής — ές αυτός που γνωρίζει την αραβική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + μαθής < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
αραβοποίκιλμα — το διακοσμητικό σχέδιο που βασίζεται στην αραβική τέχνη, αραβούργημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + ποίκιλμα < ποικίλλω. Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1884 στον Παναγ. Καββαδία] … Dictionary of Greek
αραβόγλωσσος — η, ο ο αραβόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + γλωσσος < γλώσσα. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 από τον Παύλο Καρολίδη στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek